- υγροφυής
- -ές, Ααυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτος («παρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).επίρρ...ὑγροφυῶς Αμε μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληρο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.